- εὐδοκήσαντες
- нашедшие удовольствие
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
εὐδοκήσαντες — εὐδοκέω to be well pleased aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)